-
1 Δώρος
-
2 Δῶρος
-
3 Δωρος
ὅ Дор1) сын Геллена - Ἕλλην - миф. родоначальник дорического племени Her.2) сын Ксута, внук предыдущего Eur. -
4 πεντά-δωρος
πεντά-δωρος, fünf Querhände, δῶρα, breit, Sp.
-
5 ποικιλό-δωρος
ποικιλό-δωρος, Mannichfaltiges schenkend, an mancherlei Gaben reich, Nonn.
-
6 πλουσιό-δωρος
πλουσιό-δωρος, reichlich schenkend, Hesych.
-
7 πολύ-δωρος
πολύ-δωρος, viel beschenkt; ἄλοχος, reich ausgestattet, Il. 6, 394, von der Andromache, u. Od. 24, 294, von der Penelope. S. auch nom. pr.
-
8 πάν-δωρος
-
9 σαινί-δωρος
σαινί-δωρος, mit Geschenken schmeichelnd, komischer Ausdruck des Epicur. bei D. L. 10, 8.
-
10 τεσσαρα-και-δεκά-δωρος
τεσσαρα-και-δεκά-δωρος, vierzehn Querhände od. Handbreiten lang (?).
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρα-και-δεκά-δωρος
-
11 τετρά-δωρος
τετρά-δωρος, vier Querhände oder Handbreiten lang, Sp.
-
12 φιλό-δωρος
φιλό-δωρος, gern schenkend, freigebig; εὐμενείας Plat. Conv. 197 d; Ggstz von πλεονέκτης, Xen. Mem. 3, 1,6; Dem. 18, 112. – Adv. φιλοδώρως, ἓν αἰτηϑεὶς πολλὰ δίδως Plat. Theaet. 146 d.
-
13 ζωό-δωρος
ζωό-δωρος, das Leben schenkend, Sp.
-
14 ζεί-δωρος
-
15 κακό-δωρος
κακό-δωρος, zum Unglück geschenkt, Suid.
-
16 γλυκύ-δωρος
γλυκύ-δωρος, süße Gaben spendend, Ἔρως Rufin. 34 (V, 22); νίκης γλυκύδωρον κράτος, = γλυκὺ δῶρον, Opp. H. 4, 105.
-
17 εὔ-δωρος
-
18 εἰρηνό-δωρος
εἰρηνό-δωρος, den Frieden schenkend, B. A. 1367 aus Theognost.
-
19 δω-δεκά-δωρος
δω-δεκά-δωρος, von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).
-
20 δύς-δωρος
δύς-δωρος, = ἄδωρος, Opp. H. 3, 303.
См. также в других словарях:
Δῶρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Δωριέων. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορσηίδας. Καταγόταν από τη Φθία της Θεσσαλίας και από εκεί έφτασε στην Iστιαιώτιδα και στη Δρυοπίδα, την οποία μετονόμασε… … Dictionary of Greek
Δῶρον — Δῶρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροις — Δῶρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισι — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισιν — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρου — Δῶρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρων — Δῶρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρῳ — Δῶρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
εύδωρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Πολυμήλης. Ήταν ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Πύραιχμο. II (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός φιλόσοφος. Προσπάθησε να καταρτίσει ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα… … Dictionary of Greek