Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ζε (ϝ) έ-δωρος

См. также в других словарях:

  • Δῶρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δώρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Δωριέων. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορσηίδας. Καταγόταν από τη Φθία της Θεσσαλίας και από εκεί έφτασε στην Iστιαιώτιδα και στη Δρυοπίδα, την οποία μετονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Δῶρον — Δῶρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δώροις — Δῶρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δώροισι — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δώροισιν — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δώρου — Δῶρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δώρων — Δῶρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δώρῳ — Δῶρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] …   Dictionary of Greek

  • εύδωρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Πολυμήλης. Ήταν ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Πύραιχμο. II (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός φιλόσοφος. Προσπάθησε να καταρτίσει ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»